αδελφοκτονία

αδελφοκτονία
η (Α ἀδελφοκτονία) (Ν και αδερφοκτονία) [ἀδελφοκτόνος]
φόνος αδελφού από αδελφό ή αδελφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀδελφοκτονία — ἀδελφοκτονίᾱ , ἀδελφοκτονία murder of a brother fem nom/voc/acc dual ἀδελφοκτονίᾱ , ἀδελφοκτονία murder of a brother fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφοκτονίᾳ — ἀδελφοκτονίᾱͅ , ἀδελφοκτονία murder of a brother fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδελφοκτονία — η ο φόνος κάποιου από τον αδελφό του: Οι περισσότερες αδελφοκτονίες γίνονται για κτηματικές διαφορές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδελφοκτονίας — ἀδελφοκτονίᾱς , ἀδελφοκτονία murder of a brother fem acc pl ἀδελφοκτονίᾱς , ἀδελφοκτονία murder of a brother fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφοκτονίαι — ἀδελφοκτονίᾱͅ , ἀδελφοκτονία murder of a brother fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφοκτονίαν — ἀδελφοκτονίᾱν , ἀδελφοκτονία murder of a brother fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • братооубииство — БРАТООУБИИСТВ|О (7), А с. Убийство брата: обрѣтъ ˫ако же преже каина на братооубииство гор˫аща. СкБГ XII, 10в; •г҃• оубииство прiложи къ зломоу. •д҃•, ˫ако братооубииство... та же coy [вм. соуть] седмь грѣхъ Каиновѣхъ. (ἀδελφοῦ φόνος) ГА XIII XIV …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αδελφοκτόνος — και αδερφοκτόνος, ο (Α ἀδελφοκτόνος, ον) ως ουσ. ο φονέας τού αδελφού ή τής αδελφής του νεοελλ. 1. ο φονέας αδελφού ή αδελφής ή και ομοεθνούς 2. ο εμφύλιος («αδελφοκτόνος πόλεμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + κτόνος «φονεὺς» < κτείνω «φονεύω».… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλεωνάς — (7ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός αυτοκράτορας. Ήταν γιος του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ηράκλειου, από τη δεύτερη γυναίκα του, Μαρτίνη. Στέφθηκε βασιλιάς το 638 από τον πατέρα του, μετά τον θάνατο του οποίου βασίλευσε μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”